μικρούλικος

μικρούλικος
-η, -ο
ο πολύ μικρός, ο μικρούλης: Τα καναρίνια γεννούν μικρούλικα αβγά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικρούλικος — η, ο (υποκορ. τού μικρούλης, πάρα πολύ μικρός …   Dictionary of Greek

  • μικρούτσικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλικος: Έχει μικρούτσικα μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”